- συσκίοις
- σύσκιοςclosely shadedmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύσκιος — α, ο / σύσκιος, ον, Α 1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν) τόπος πυκνά σκιασμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῡ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον»,… … Dictionary of Greek